Οι Pearl Jam γεννήθηκαν από τις στάχτες των Mother Love Bone για να γίνουν μία από τις πιο δημοφιλείς Αμερικάνικες μπάντες της δεκαετίας του ΄90...
Μετά το θάνατο του τραγουδιστή Andrew Wood από υπερβολική δόση ηρωίνης, ο κιθαρίστας Stone Gossard και ο μπασίστας Jeff Ament δημιούργησαν μια νέα μπάντα, φέρνοντας επίσης τον Mike McCready στην πρώτη κιθάρα και ηχογραφώντας ένα demo στα ντραμς με τον Matt Cameron των Soundgarden. Χάρη στο μελλοντικό ντράμερ των Pearl Jam, τον Jack Irons, το demo βρέθηκε στα χέρια ενός 25χρονου surfer από το San Diego με το όνομα Eddie Vedder, που προσκλήθηκε να αναλάβει τα φωνητικά και τους στίχους στην μπάντα (που τότε είχε ονομαστεί Mookie Blaylock από ένα παίκτη του NBA). Μετά από λίγο προστέθηκε και ως μόνιμος ντράμερ ο Dave Krusen, συμπληρώνοντας έτσι τη σύνθεση του συγκροτήματος. Αλλάζοντας το όνομά τους σε Pearl Jam, θα ηχογραφήσουν το ντεμπούτο τους άλμπουμ «Ten» στις αρχές του 1991, αν και δεν επρόκειτο να κυκλοφορήσει μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Στο μεταξύ, η πλειοψηφία της μπάντας εμφανίστηκε στο αφιέρωμα-project για τον Andrew Wood ‘Temple of the Dog’. To «Ten» δεν είχε σημαντικές πωλήσεις μέχρι τις αρχές του 1992, όπου και οι Nirvana έκαναν το εμπορικό ροκ ραδιόφωνο δεκτικό στους εναλλακτικούς ροκ αστέρες. Σύντομα οι Pearl Jam προσπέρασαν τους Nirvana σε πωλήσεις, κάτι που δεν προκάλεσε μεγάλη έκπληξη-οι Pearl Jam αναμείγνυαν επιτυχώς τις σκληρές κιθάρες του stadium rock της δεκαετίας του 70 με το τσαγανό και το θυμό του post punk της δεκαετίας του 80. Τα «Jeremy», «Evenflow» και «Alive», ταίριαζαν τέλεια στους ροκ ραδιοφωνικούς σταθμούς που έψαχναν για νέο αίμα.
Ο Krusen έφυγε από το συγκρότημα σύντομα μετά την κυκλοφορία του «Ten» και αντικαταστάθηκε από τον Dave Abbruzzese. Το κοινό των Pearl Jam συνέχισε να μεγαλώνει κατά τη διάρκεια του 1992, χάρη σε μια σειρά από ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές επιτυχίες στο Mtv και από τις επιτυχημένες τους εμφανίσεις στο δεύτερο Lollapalooza και το soundtrack της ταινίας Singles. Παρά το καθεστώς που υπήρχε γύρω από το όνομά τους ως rock n’roll superstars, η μπάντα αρνήθηκε να ενδώσει στους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας. Το συγκρότημα αρνήθηκε να κυκλοφορήσει οποιοδήποτε video ή single από το δεύτερο δίσκο «vs.» του 1993. Παρόλο αυτά, το άλμπουμ έγινε πλατινένιο σε πολλές χώρες, πλασαρίστηκε στην πρώτη θέση και πούλησε σχεδόν ένα εκατομμύριο αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα. Στην Αμερικάνικη περιοδεία τους την άνοιξη του 1994, το συγκρότημα αποφάσισε να μην παίξει στα συμβατικά στάδια, επιλέγοντας μικρότερους χώρους, συμπεριλαμβάνοντας διάφορες συναυλίες σε κολέγια. Το 1994 οι Pearl Jam ακύρωσαν την καλοκαιρινή τους περιοδεία, ισχυριζόμενοι ότι δεν μπορούσαν να κρατήσουν την τιμή του εισιτηρίου κάτω από 20 δολάρια, επειδή η εταιρία Ticketmaster πίεζε τους διοργανωτές να χρεώσουν υψηλότερη τιμή. Η μπάντα πήγε την Ticketmaster στο τμήμα Δικαιοσύνης για αθέμιτες εργασιακές πρακτικές. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης τους με την Ticketmaster, ηχογράφησαν ένα νέο άλμπουμ κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1994. Μετά την ολοκλήρωση του άλμπουμ, το γκρουπ απέλυσε τον Dave Abbruzzese, αντικαθιστώντας τον με τον πρώην ντράμερ των Red Hot Chilli Peppers και των Eleven, τον Jack Irons.
To «Vitalogy», το τρίτο άλμπουμ των Pearl Jam, εμφανίστηκε στα τέλη του 1994. Για τις πρώτες δύο εβδομάδες, το άλμπουμ ήταν διαθέσιμο μόνο υπό τη μορφή περιορισμένης έκδοσης βινυλίου, αλλά κατάφερε να φτάσει στο Τοπ 60. Μόλις το Vitalogy κυκλοφόρησε σε cd και κασέτα, σκαρφάλωσε γρήγορα στην κορυφή των charts και έγινε πλατινένιο. Οι Pearl Jam συνέχισαν να μάχονται με την Ticketmaster μέχρι το 1995, αλλά το Τμήμα Δικαιοσύνης τελικά αποφάνθηκε υπέρ του πρακτορείου εισιτηρίων. Στις αρχές του 1995, η μπάντα ηχογράφησε ένα άλμπουμ με τον Neil Young. Στο μεταξύ, ο Eddie Vedder περιόδευσε με τη μπάντα της γυναίκας του Beth, τους Hovercraft, την άνοιξη του 1994, ενώ ο Stone Gossard ίδρυσε μια ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία. Οι Mad Season, το side project του Mike McCready με τον Layne Staley των Alice in Chains, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, «Above», την άνοιξη του 1995. Αποτελούμενο εξολοκλήρου από τραγούδια του Neil Young, το «Mirror Ball» κυκλοφόρησε το καλοκαίρι κάτω από το όνομα του Young. Αν και ατομικά όλα τα μέλη της μπάντας αναφέρονταν, το όνομα Pearl Jam δεν εμφανίστηκε στο εξώφυλλο λόγω νομικών επιπλοκών. Οι Pearl Jam κυκλοφόρησαν το φθινόπωρο του 1995 ένα single που προέκυψε από τις ηχογραφήσεις, με τον τίτλο «Merkinball» και περιείχε τα τραγούδια «I Got It» και «Long Road».
Στα τέλη του 1996, οι Pearl Jam κυκλοφόρησαν το τέταρτο άλμπουμ τους, «No Code». Αν και το άλμπουμ δέχθηκε θετικές κριτικές και πλασαρίστηκε στην πρώτη θέση, το περίεργο αμάλγαμα ροκ, worldbeat και πειραματισμού δυσαρέστησε μια μεγάλη μερίδα του φανατικού τους κοινού και γρήγορα έπεσε από τα charts. Η παρουσίαση του άλμπουμ βλάφτηκε επίσης και από την ανικανότητα των Pearl Jam να εξαπολύσουν μία μεγάλη περιοδεία, κυρίως λόγω της διαμάχης τους με την Ticketmaster και της απροθυμίας τους να σπαταλήσουν πολλούς μήνες στο δρόμο. Η μπάντα πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του 1997 εκτός δημοσιότητας, δουλεύοντας πάνω σε νέο υλικό. Ο Gossard κυκλοφόρησε επίσης το δεύτερο δίσκο με το side project του Brad, με τίτλο «Interiors». Μέχρι το τέλος του χρόνου, οι Pearl Jam είχαν ολοκληρώσει ένα νέο άλμπουμ με πιο hard rock ήχο και με τον τίτλο «Yield». Ο δίσκος αντιμετωπίστηκε με πολύ ενθουσιαστικές κριτικές με την κυκλοφορία του τον Φεβρουάριο του 1998, δεν είχε όμως και την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία. Οι Pearl Jam υποστήριξαν το άλμπουμ με μια μεγάλη περιοδεία σε αρένες το καλοκαίρι του 1998, κυκλοφορώντας το concert lp «Live On Two Legs» στο τέλος του χρόνου. Ο Jack Irons δε συμμετείχε σε αυτό λόγω προβλημάτων υγείας και αντικαταστάθηκε από το πρώην ντράμερ των Soundgarden Matt Cameron. To 1999, κυκλοφόρησαν με μεγάλη επιτυχία μια διασκευή στο παλιό κομμάτι του J.Frank Wilson «Last Kiss» , που τελικά έγινε μία από τις πιο μεγάλες ραδιοφωνικές επιτυχίες της μπάντας και κατέληξε χρυσό.
Το γκρουπ επέστρεψε το 2000 με το «Binaural» σε παραγωγή Tchad Blake. Προκειμένου να αποτρέψουν την κυκλοφορία πειρατικών εκδόσεων, οι Pearl Jam ηχογράφησαν την Ευρωπαϊκή και την Αμερικανική περιοδεία τους και κυκλοφόρησαν μια άνευ προηγουμένου σειρά από διπλά cds, το καθένα από τα οποία παρουσίαζε μια συναυλία.
Οι Pearl Jam κυκλοφόρησαν το πολυαναμενόμενο όγδοο studio album τους στις 2 Μαίου 2006. Το τελευταίο album των Pearl Jam είναι το πρώτο studio album του συγκροτήματος μετά από 4 χρόνια και το πρώτο τους για την J records. Την παραγωγή και την μίξη του album έκαναν ο Adam Kasper και οι Pearl Jam στο Studio X στο Seattle. Ο Kasper είχε συμμετάσχει και στην παραγωγή του Riot Act το 2002.