Η εμφάνιση των Septicflesh στο Ηρώδειο δεν ήταν μια "απλή συναυλία”, αλλά συνιστά ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα στην πορεία τους — όχι μόνο για τη σπανιότητα με την οποία ένα extreme metal συγκρότημα καταφέρνει να εμφανιστεί σε αυτόν τον ιστορικό χώρο, αλλά και για τη δυνατότητα να αποδώσει τη μουσική του στην πληρότητα που απαιτεί. Το Ηρώδειο, με την ιστορική του φόρμουλα και την ακουστική του φυσική διάταξη, απαιτεί από τον κάθε ήχο να δουλέψει σε πολύ υψηλά στάνταρ και δεν επιτρέπει λάθη, καθώς ο παραμικρός ήχος που δεν έχει θέση ακούγεται. Οι συνθέσεις των Septicflesh είναι σχεδιασμένες για συμφωνικό περιβάλλον, επομένως ο χώρος αποτέλεσε ένα κατάλληλο “εργαστήριο” για να μεταφερθεί στο ακέραιο ο συμφωνικός τους ήχος, χωρίς περιορισμούς.
Το setlist είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να λειτουργεί σαν πλήρες πορτρέτο της μπάντας των τελευταίων δυο δεκαετιών και κινήθηκε με σωστή ισορροπία (αν και θα ήθελα να ακούσω κανένα κομμάτι από το A Fallen Temple). Από το εναρκτήριο “Portrait of a Headless Man”, που λειτούργησε ως καθαρή δήλωση πρόθεσης, μέχρι το “Dark Art” που έκλεισε τη βραδιά, η ροή ήταν σταθερή και μελετημένη. Στα “The Vampire from Nazareth” και “We, the Gods”, η σύμπραξη ορχήστρας, χορωδίας και μπάντας ακούστηκε σφιχτή — χωρίς θολούρα, με προσοχή στην ένταση των εγχόρδων και στη δυναμική των χορωδιακών θεμάτων.
Το “Neuromancer” και το “Enemy of Truth” έδειξαν το πόσο μεγάλη είναι η συνοχή του σχήματος και ότι η ορχήστρα δεν λειτουργούσε διακοσμητικά αλλά ως θεμέλιο της σύνθεσης. Σε μια εμφάνιση που ήταν ολόκληρη ένα highlight θα ξεχώριζα το A Desert Throne από την πιο πρόσφατη δισκογραφική δουλειά τους. Το encore με τα “Anubis” και “Dark Art” ήταν αναμενόμενο, αλλά απολύτως λειτουργικό. Και τα δύο κομμάτια αποδόθηκαν με ακρίβεια, χωρίς να χαθεί η ενέργεια στο τελείωμα. Το “Anubis” είχε την πιο έντονη αντίδραση από το κοινό, ενώ το “Dark Art” έκλεισε ιδανικά τη συναυλία.
Η ηχητική διαχείριση του Ηρωδείου αξίζει ξεχωριστή αναφορά. Οι φυσικές αντανακλάσεις του χώρου βοήθησαν τα συμφωνικά μέρη να απλωθούν, χωρίς μπουκώματα και με εντυπωσιακή καθαρότητα — κάτι σπάνιο για ανοικτό χώρο τέτοιου μεγέθους. Ο ήχος δεν ήταν υπερβολικά δυνατός, κάτι που επέτρεψε στις λεπτομέρειες να αναδειχθούν.
Η συνολική μίξη είχε ισορροπία ανάμεσα σε metal όγκο και συμφωνική διαφάνεια — ένα αποτέλεσμα που δύσκολα πετυχαίνεται χωρίς άρτιο τεχνικό συντονισμό. Το κοινό αντιμετώπισε τη συναυλία με τον σωστό τρόπο. Σε κομμάτια όπως το “Prometheus” και το “Anubis” η ανταπόκριση ήταν εμφανής, αλλά στα πιο σύνθετα μέρη επικράτησε σιωπή — κάτι που δείχνει κατανόηση και σεβασμό στο είδος της μουσικής που παιζόταν.
Συνολικά, η εμφάνιση των Septicflesh στο Ηρώδειο ήταν ένα δείγμα ωριμότητας και τεχνικής αρτιότητας. Δεν επεδίωξε τον εύκολο εντυπωσιασμό, ούτε έδειξε ανασφάλεια. Το αποτέλεσμα ήταν μια συναυλία ακριβής, μελετημένη και ηχητικά πλήρης, όπου κάθε στοιχείο —από τη μίξη έως το timing της εκτέλεσης— λειτούργησε όπως έπρεπε. Για μια μπάντα που χρόνια τώρα μεταφέρει τον συμφωνικό ήχο στο death metal, η συγκεκριμένη βραδιά στο Ηρώδειο δεν ήταν απλώς “επιβράβευση”. Ήταν επιβεβαίωση ότι το υλικό τους μπορεί να σταθεί, να γεμίσει και να αποδοθεί χωρίς εκπτώσεις σε έναν από τους πιο απαιτητικούς χώρους.