Live Review: Death Disco Open Air Festival 2025 - Ημέρα 1η @ Τεχνόπολη, 20.09.2025

Σεπτεμβρίου 26, 2025


Η Αθήνα ντύθηκε στα μαύρα  το διήμερο 20 και 21 Σεπτεμβρίου για το δεύτερο Death Disco Athens Open Air Festival και το POEt'S SOUND βρέθηκε στην Τεχνόπολη για την πρώτη ημέρα του φεστιβάλ. Η φετινή διοργάνωση που αποτελούνταν από δύο σκηνές και 14 ονόματα δεν στόχευε σε μια απλώς συνέχεια του πρώτου, αλλά στο να ανεβάσει ακόμα πιο ψηλά τον πήχη προσφέροντας ιστορικά ονόματα της post-punk σκηνής και νεότερες μορφές της darkwave κοινότητας. Το Σάββατο, κόσμος υπήρχε από τις πρώτες ώρες του φεστιβάλ ή τουλάχιστον από την ώρα που βρέθηκα στο χώρο της διοργάνωσης. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω τις εμφανίσεις των Valisia Odell και Aux Animaux, με τους Cold Cave να αποτελούν το πρώτο όνομα που παρακολούθησα.


Οι Cold Cave ανέβηκαν στη σκηνή με μια ατμόσφαιρα βαριά, ηλεκτρονική και σκοτεινή, δημιουργώντας αμέσως ένα ηχητικό τοπίο που η synth-pop συναντά το post-punk. Ο Wesley Eisold, με την χαρακτηριστική, ψυχρή αλλά εκφραστική φωνή του, μαγνητίζει το κοινό από την πρώτη νότα, ενώ οι synths και τα drum machines δημιούργησαν ένα σταθερό, σχεδόν υποχθόνιο παλμό. Όλα τα κομμάτια τους ερμηνεύτηκαν με αψεγάδιαστη ακρίβεια και παράλληλα με έντονη εκφραστικότητα. Έχουν τόσα πολλά αξιόλογα κομμάτια που θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα πολύωρο σετ. Η αρχή έγινε με τα πιο καινούρια "She Reigns Down" και "Shadow Dance" και μέχρι και το "A Little Death to Laugh" είχαν καταφέρει να ζεστάνουν όλους τους παρευρισκόμενους. Προφανώς οι κορυφαίες στιγμές της εμφάνισής τους έρχονται με τα "Confetti" και "Underworld USA", ενώ μας άφησαν με το εξαιρετικό "Promised Land". 


Η σκηνική παρουσία των Cold Cave ήταν λιτή αλλά επιβλητική, με τον Eisold να κινείται με αυτοπεποίθηση και παρόλο που η αλληλεπίδραση με το κοινό ήταν μετρημένη, κατάφερε να καθηλώσει τον κόσμο που τους παρακολούθησε. Οι Cold Cave αποτελούν μια από τις αγαπημένες μου σύγχρονες "σκοτεινές" μπάντες και με αποζημίωσαν για άλλη μια φορά. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που τους παρακολουθώ μετά την φανταστική συναυλία τους στο Death Disco το 2014. Έντεκα χρόνια μετά το σχήμα παραμένει το ίδιο εντυπωσιακό αλλά με τον αέρα μιας μεγάλης μπάντας, έδειξαν ότι τους ταιριάζουν ακόμα περισσότερο και τα "ανοιχτά" φεστιβάλ.


Η συνέχεια μας φέρνει να κατευθυνόμαστε προς τη Dreadbox Stage για τον Blakaut. Ο Blakaut ανέβηκε στη μικρή σκηνή για ένα synthwave/ industrial set το οποίο χαρακτηρίστηκε από συναισθηματική ένταση και δυναμική παρουσία. Παρά το μικρό κοινό στην αρχή της εμφάνισής τους, η προσήλωση του κόσμου ήταν αδιάλειπτη. Ο ήχος του δημιούργησε μια σκοτεινή αλλά γοητευτική ατμόσφαιρα, όπου κάθε τραγούδι φαίνεται να χτίζει ένα μικρό σύμπαν συναισθημάτων. Ο Blakaut κέρδισε το κοινό όχι μόνο με τις συνθέσεις τους αλλά και με την αυθεντικότητα της σκηνικής τους παρουσίας, αποδεικνύοντας ότι η μικρή σκηνή μπορεί να είναι εξίσου συναρπαστική όσο και η κεντρική. 


Και αν ο κόσμος δεν γέμισε τη συγκεκριμένη σκηνή πριν, με τους Buzz Kull δεν έπεφτε καρφίτσα. Η ένταση ανέβηκε με την εμφάνιση των Αυστραλών, που με το coldwave/ industrial ύφος τους κατέκτησαν το κοινό. Ο ήχος τους ήταν σκληρός με παραμορφωμένα φωνητικά και με μπάσα που ένιωθες να διαπερνούν το σώμα. Κομμάτια όπως το "New Kind Of Cross" και το "Rise From Your Grave" λειτούργησαν σαν ηχητικές εκρήξεις, ενώ οι μεταβάσεις από γρήγορους ρυθμούς σε πιο υποβλητικές μελωδίες κράτησαν το ενδιαφέρον του κοινού σε υψηλά επίπεδα. Η μπάντα έδειξε πλήρη έλεγχο των δυναμικών τους, συνδυάζοντας μια κλειστοφοβική αίσθηση με τον χορευτικό ρυθμό, κάτι που έκανε την εμφάνισή τους απολύτως θελκτική.


Η εμφάνιση της Anja Huwe ήταν ένα από τα πιο αναμενόμενα και συναρπαστικά set του φεστιβάλ. Από τη στιγμή που ανέβηκε στη σκηνή μαζί με το συγκρότημά της, η Anja κατάφερε να γεμίσει το χώρο με την αδιαμφισβήτητη παρουσία της: αποφασιστική, σαγηνευτική και παράλληλα ευαίσθητη, διατηρώντας μια μοναδική ισορροπία ανάμεσα στην ένταση και την ατμόσφαιρα μυστηρίου που χαρακτηρίζει τη μπάντα. Το σετ ξεκίνησε με κομμάτια από τo πρώτo τους άλμπουμ με τίτλο "Fetisch" (και μιλάω για τα"Boomerang" και "Geheimnis"), που άφησαν άφωνο το κοινό με το χαρακτηριστικό τους γοτθικό ηχόχρωμα, και η συνέχεια επιβεβαίωσε την ικανότητά τους να μεταφέρουν τη γοητεία των ‘80s στην τωρινή εποχή χωρίς να χάνεται η αυθεντικότητά τους. Η σκηνική παρουσία ήταν επιβλητική: οι μουσικοί κινήθηκαν με ακριβείς, μελετημένες κινήσεις, ενώ η Anja με το βλέμμα και τις χειρονομίες της καθοδηγούσε το κοινό σε μια σχεδόν συλλογική εμπειρία, σαν τελετουργία. Το σετ της περιελάβανε κομμάτια από το πρόσφατο solo album της με τίτλο "Codes" ("Living In A Forest", "Pariah" και "Rabenschwarz), αλλά κυρίως υλικό από την εποχή της με τους Χmal Deutchland. Λογική και η συγκίνηση όταν ακούς κομμάτια όπως τα "Augen-blick", "Polarlicht", "Mondlicht" και "Incubus Succubus". Το κοινό ανταποκρίθηκε θερμά, παρασυρμένο από την ενέργεια της μπάντας.


Είχε φτάσει όμως η στιγμή που όλοι περίμεναν. Η εμφάνιση των Peter Hook & The Light ήταν το αποκορύφωμα της πρώτης ημέρας του φεστιβάλ και μια εμπειρία που θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη των θεατών. Από τη στιγμή που ο Hook πάτησε στη σκηνή, η ατμόσφαιρα γέμισε μια ένταση που δεν υποχωρούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του σετ. Το χαρακτηριστικό μπάσο του (ακόμα και αν δεν το έπαιζε εκείνος) δημιούργησε ένα αδιαμφισβήτητο ηχητικό θεμέλιο, πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν οι υπόλοιπες μελωδίες και τα φωνητικά. Η σκηνική του παρουσία, ήρεμη αλλά αποφασιστική, έδειχνε έναν καλλιτέχνη πλήρως συνδεδεμένο με την ιστορία της μουσικής του, χωρίς να χάνει την επικοινωνία με το κοινό. Καθώς ξεκίνησαν τα κομμάτια των Joy Division, όπως τα "She's Lost Control", "Transmission", "Shadowplay" και "Atmosphere", ο χρόνος φάνηκε να σταματά. Η μπάντα διαχειρίστηκε με επιδεξιότητα τις δυναμικές, κρατώντας την ένταση σε ιδανικά επίπεδα και επιτρέποντας στο κοινό να απολαύσει κάθε λεπτομέρεια. Οι στιγμές σιωπής μεταξύ των τραγουδιών λειτουργούσαν σαν παύσεις αναπνοής, ενισχύοντας την αίσθηση ότι οι θεατές βρίσκονται σε μια μοναδική, σχεδόν τελετουργική μουσική εμπειρία. Η αλληλεπίδραση Hook-κοινού ήταν συνεχής, με χειροκροτήματα, φωνές και έντονη ενέργεια να γεμίζουν τον χώρο. Μετά την εμφάνισή του το 2011, όταν είχε βρεθεί στα μέρη μας για να παρουσιάσει το ολόκληρο το "Unknown Pleasures" και άλλες δυο φορές στο Ejekt (το 2013 και το 2017), μπορώ να πω με σιγουριά ότι αν θέλει να ακούσει κάποιος κομμάτια των Joy Division από αυθεντικά μέλη, τότε σίγουρα η μπάντα του Peter Hook είναι αυτή που προτείνεται. Τα προτιμώ σαφώς από το τρόπο που τα παρουσιάζουν οι υπόλοιποι με τους New Order, ενώ ακόμα και κάποια κομμάτια των New Order τα προτιμώ από τον Hook. 


Μετά το σετ με τα κομμάτια από Joy Division, παρουσίασε ένα best of σετ κoμμάτια των New Order. Λίγη μεγαλύτερη ήταν η χαρά μου όταν ακούσαμε το "Crystal", μιας και δεν ήταν τόσο αναμενόμενη επιλογή για εμένα. Μπορεί να έπαιξαν όλα τα χιτάκια του συγκροτήματος αλλά άφησαν απ'έξω το "The Perfect Kiss",  το καλύτερο κομμάτι των New Order κατ' εμε'. Λίγο πριν το τέλος ξεχύνεται από τα ηχεία η μαγική μελωδία του "Ceremony", ενώ το αποκορύφωμα έρχεται με το "Love Will Tear Us Apart", όπου η συγκίνηση έφτασε στο μέγιστο. Ο κόσμος τραγούδησε μαζί, δημιουργώντας μια συλλογική εμπειρία που ξεπέρασε τα όρια μιας απλής συναυλίας. Η μπάντα κράτησε ζωντανή την ένταση και μετά το τελευταίο τραγούδι, αφήνοντας πίσω ένα κοινό γεμάτο συναισθήματα και ενθουσιασμό. Η εμφάνιση αυτή απέδειξε ότι η μουσική του Hook δεν είναι απλά ιστορική κληρονομιά, αλλά ζωντανή, διαρκώς εξελισσόμενη εμπειρία που μπορεί να συγκινήσει ακόμα και σήμερα. Ίσως το μόνο που μου έλειψε, πέρα από το "The Perfect Kiss", ήταν να δω τον Peter Hook με το χαρακτηριστικό μπάσο του αλλά αυτό νομίζω ότι δεν ήταν δυνατό λόγω του πρόσφατου τραυματισμού του.


Το Death Disco Athens Open Air Festival 2025 απέδειξε για άλλη μια φορά γιατί έχει γίνει θεσμός. Κάθε μπάντα πρόσφερε κάτι διαφορετικό, αλλά όλα τα σετ συνέθεσαν μια ενιαία εμπειρία: μια γιορτή του σκοτεινού ήχου, της ιστορίας και της μουσικής συνέχειας. Επίσης ίσως είναι το μόνο που έχει το δικαίωμα να φέρει το τίτλο φεστιβάλ στα μέρη μας μιας και είχε αρκετά συγκροτήματα και ήταν διήμερο με συνεχόμενες μέρες. Συνολικά μιλάμε για μια άψογη διοργάνωση και αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στον Λεωνίδα Σκιαδά για άλλη μια φορά για αυτό που μας πρόσφερε αλλά και για το κουράγιο, επιμονή και την αγάπη του σε αυτό που κάνει. Το κοινό έφυγε γεμάτο και με την αίσθηση ότι συμμετείχε σε κάτι μοναδικό, μια μουσική υπενθύμιση ότι η σκοτεινή σκηνή παραμένει ζωντανή, δυνατή και αξεπέραστη.Το φεστιβάλ αφήνει μια ισχυρή εντύπωση: ότι η σκοτεινή μουσική μπορεί να ενώνει εποχές, να δημιουργεί κοινότητες και να προσφέρει αξέχαστες στιγμές.

You Might Also Like

0 Comments