Συνέντευξη με τους Seadrake
Οκτωβρίου 14, 2025Το ηλεκτρονικό μουσικό σχήμα των Seadrake, με έδρα ανάμεσα στο Βερολίνο και τη Στοκχόλμη, έχει χαράξει τη δική του πορεία στην ευρωπαϊκή synthpop σκηνή — και όχι μόνο. Με ήχους που κινούνται από το μελαγχολικό μέχρι το εκρηκτικό, οι Rickard Gunnarsson (Statemachine, Lowe) και Mathias Thürk (ex-Minerve) χτίζουν έναν κόσμο γεμάτο παλμό, ένταση και συναίσθημα. Λίγο πριν την εμφάνισή τους στην Αθήνα, μαζί με τους Solar Fake, οι Seadrake μιλούν για τη μουσική τους ταυτότητα, τη δημιουργική ένταση ανάμεσα σε Βερολίνο και Στοκχόλμη, και για το γιατί η φυσική μορφή της μουσικής παραμένει αναντικατάστατη.
Πώς θα περιγράφατε τη μουσική ταυτότητα των Seadrake σε κάποιον που δεν σας έχει ξανακούσει;
Mathias: Οι Seadrake υπήρξαν ανέκαθεν – και παραμένουν – ένα μουσικό συλλογικό σχήμα χτισμένο γύρω από τον Rickard κι εμένα. Μαζί με άλλους καλλιτέχνες, όπως τον Dorian E στο παρελθόν ή πιο πρόσφατα τον Sir Boyfriend, εξερευνούμε τη δική μας εκδοχή της ηλεκτρονικής pop μουσικής. Στην πορεία αντλούμε επιρροές από rock, dance, techno και synthpop, συνθέτοντας όλα αυτά σε έναν ήχο που έχει γίνει πια ο μοναδικός ήχος των Seadrake.
Rickard: Οι Seadrake, για μένα, πάντα έμοιαζαν με κίνηση· σαν μια νυχτερινή διαδρομή μέσα σε μια πόλη που είναι ακόμη μισοκοιμισμένη. Είναι ηλεκτρονική pop με παλμούς, σκιές και θόρυβο. Αναμειγνύουμε τη μελαγχολία με την ενέργεια, το συναίσθημα με την ένταση. Μπορείς να χορέψεις, αλλά πάντα υπάρχει κάτι από κάτω — μια σπίθα, μια ρωγμή, μια αίσθηση που μένει όταν τα φώτα σβήσουν.
Οι Seadrake είναι ένα ηλεκτρονικό μουσικό συλλογικό με βάση το Βερολίνο και τη Στοκχόλμη. Πώς επηρεάζουν αυτές οι δύο πόλεις τον ήχο και τη δημιουργικότητά σας;
Mathias: Ειλικρινά, δεν είναι πάντα εύκολο να κρατάμε τη σύνδεση, αφού τόσο ο Rickard όσο κι εγώ ασχολούμαστε και με άλλα πρότζεκτ. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως ο τόπος που ζούμε και το περιβάλλον μας μάς επηρεάζουν έμμεσα – και αυτό μάλλον συνέβαλε στο να αποκτήσουν οι πιο πρόσφατες κυκλοφορίες μας πιο ηλεκτρονικό χαρακτήρα, με μια δόση techno. Ίσως να έχει παίξει ρόλο και το ότι μετακόμισα στο Βερολίνο.
Rickard: Το Βερολίνο είναι η πόλη που δεν σε αφήνει ποτέ να πας νωρίς για ύπνο. Μπορεί να μπεις σε ένα club το βράδυ και να βγεις το μεσημέρι της επόμενης μέρας γεμάτος έμπνευση. Αυτή η ενέργεια βρίσκει τον δρόμο της στη μουσική μας – στις άγριες συνθεσάιζερ γραμμές, στις απρόβλεπτες γωνίες. Η Στοκχόλμη, από την άλλη, είναι καθαρή, οργανωμένη, αποτελεσματική. Μας βοηθά να τελειώνουμε τα κομμάτια αντί να χανόμαστε σε ατελείωτα πειραματικά jams. Αν ήμασταν μόνο «Βερολίνο», θα είχαμε απλώς έναν σκληρό δίσκο γεμάτο υπέροχα, ανολοκλήρωτα demos. Αν ήμασταν μόνο «Στοκχόλμη», θα ακούγαμε υπερβολικά ευγενικοί. Η ένταση ανάμεσα στις δύο πόλεις είναι ό,τι κρατά τους Seadrake ζωντανούς.
Και οι δύο έχετε δυνατό μουσικό υπόβαθρο – εσύ, Mathias, από τους Minerve, κι εσύ, Rickard, από τους Statemachine και Lowe. Πώς διαμόρφωσαν αυτές οι εμπειρίες την ταυτότητα των Seadrake;
Mathias: Όλα ξεκίνησαν από κάποιες κοινές εμφανίσεις των Lowe και Minerve – έτσι γνωριστήκαμε με τον Rickard. Αργότερα, εκείνος έκανε και το γραφιστικό σχεδιασμό για τις τελευταίες κυκλοφορίες των Minerve, οπότε ήταν λογικό να αναλάβει και το εικαστικό και οπτικό κομμάτι των Seadrake. Εγώ ήδη συνεργαζόμουν με διάφορους καλλιτέχνες και παραγωγούς, ενώ ο Rickard είχε χτίσει ένα ισχυρό διεθνές δίκτυο μέσω των Lowe. Επιπλέον, είχαμε ήδη κάποια εμπειρία στη συγγραφή και ηχογράφηση τραγουδιών μαζί στο στούντιο. Όλα αυτά μας βοήθησαν να απογειώσουμε τους Seadrake πολύ γρήγορα.
Rickard: Παίζοντας με τους Statemachine και Lowe έμαθα ότι η μουσική είναι 50% τραγούδια και 50% επιβίωση. Μαθαίνεις να κερδίζεις την προσοχή του κοινού ακόμα κι αν ο ήχος στη σκηνή είναι χάλια. Μαθαίνεις να γράφεις τραγούδια που λειτουργούν ακόμα και σε ένα γεμάτο, ιδρωμένο club μετά τα μεσάνυχτα, όταν η μηχανή καπνού έχει μόλις χαλάσει. Οι Seadrake βασίζονται σε αυτήν ακριβώς την ιδέα – τραγούδια φτιαγμένα για να αντέχουν. Και οι δύο φέραμε τα δυνατά στοιχεία των προηγούμενων σχημάτων μας – τα πιασάρικα ρεφρέν, την ενέργεια της σκηνής – αλλά αφήσαμε πίσω τους κανόνες που δεν μας εξυπηρετούσαν πια.
Τα “Asche” και “The Fever” (με τον Dorian E) σας έφεραν αναγνώριση πέρα από τη synthpop σκηνή. Τι άλλαξε περισσότερο μετά από εκείνη την επιτυχία;
Mathias: Αυτά τα κομμάτια σηματοδότησαν πραγματικά ένα νέο κεφάλαιο για εμάς. Με το “The Fever” θέλαμε να δείξουμε μια διαφορετική πλευρά των Seadrake — πιο συναισθηματική, πιο κινηματογραφική — και η συνεργασία με τον Dorian E ήταν η ιδανική ευκαιρία. Το “Asche” συνέχισε αυτό το μομέντουμ και μας βοήθησε να φτάσουμε σε ένα ευρύτερο κοινό, πέρα από τη synthpop σκηνή. Το μεγαλύτερο μάθημα που πήραμε ήταν το πόσο ισχυρή μπορεί να είναι η συνεργασία και πόση ελευθερία κρύβεται στο να μην περιορίζεσαι σε ένα συγκεκριμένο ήχο ή σκηνή. Για εμάς, η τέχνη πρέπει πάντα να εξελίσσεται και να προκαλεί — τόσο τον καλλιτέχνη όσο και τον ακροατή.
Rickard: Αυτά τα τραγούδια μας άλλαξαν το παιχνίδι. Ξαφνικά βρεθήκαμε σε playlists δίπλα σε καλλιτέχνες που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί. Και αυτό ένιωθε σαν ελευθερία. Σταματήσαμε να σκεφτόμαστε τις «ταμπέλες» και ακολουθήσαμε ό,τι μας φαινόταν αληθινό. Το “The Fever” και το “Asche” μας θύμισαν γιατί κάνουμε μουσική: για το συναίσθημα, τη σύνδεση και την ειλικρίνεια. Και στις ζωντανές εμφανίσεις, αυτή η ενέργεια ήταν απτή – το κοινό άρχισε να κινείται διαφορετικά, κι εμείς μαζί του.
Όταν γράφετε νέα μουσική, τι έρχεται πρώτο — οι στίχοι, η μελωδία ή η ατμόσφαιρα;
Mathias: Συνήθως είναι ο ρυθμός, μια γραμμή μπάσου και το groove που προκύπτει απ’ αυτόν τον συνδυασμό. Από εκεί αρχίζω να πειραματίζομαι με διαθέσεις, και όταν το demo αποκτήσει μια συναρπαστική αύρα, τότε είναι η στιγμή που το μοιράζομαι με τον Rickard.
Rickard: Για μένα, όλα ξεκινούν από ένα συναίσθημα — κάτι που στην αρχή δεν μπορώ καν να το εκφράσω με λόγια. Η μουσική ήταν πάντα θεραπευτική για μένα. Όταν είμαι πεσμένος, είναι φυσικό να κάθομαι στο πιάνο και να παίζω. Μόλις η διάθεση βρεθεί, η μελωδία γράφεται σχεδόν μόνη της και οι στίχοι μπαίνουν τελευταίοι — σαν να περίμεναν απ’ έξω την κατάλληλη στιγμή να χτυπήσουν την πόρτα.
Το ντεμπούτο άλμπουμ σας έφτασε στο #1 σε ευρωπαϊκά charts και σας έφερε σε μεγάλα φεστιβάλ. Ποιο ήταν το πιο πολύτιμο μάθημα εκείνης της περιόδου;
Mathias: Το άλμπουμ μας τα πήγε πολύ καλά σε όλη την Ευρώπη, εμφανίστηκε σε charts όπως τα German Alternative Charts και το iTunes. Αυτή η έκθεση μάς έδωσε την ευκαιρία να παίξουμε σε μεγάλα φεστιβάλ και να συνοδεύσουμε γνωστότερα acts. Κοιτάζοντας πίσω, το πιο σημαντικό μάθημα ήταν πόσο αναγκαίο είναι να είσαι οργανωμένος και να προσφέρεις επαγγελματικές, καλά προετοιμασμένες εμφανίσεις. Αυτή η συνέπεια έκανε τους διοργανωτές και τις άλλες μπάντες να μας πάρουν στα σοβαρά – κάτι ουσιαστικό αν θέλεις να διατηρήσεις τη δυναμική και να συνεχίσεις να παίρνεις προσκλήσεις.
Rickard: Αυτού του είδους η επιτυχία είναι φανταστική, αλλά δεν σημαίνει ότι μπορείς να χαλαρώσεις — σημαίνει ότι πρέπει να δουλέψεις ακόμα πιο σκληρά, γιατί τώρα σε παρακολουθούν. Πρέπει να αποδίδεις κάθε βράδυ, χωρίς δικαιολογίες. Αυτή η πίεση μπορεί να είναι αγχωτική, αλλά σε κρατά σε εγρήγορση. Και μάθαμε να αγαπάμε το χάος των περιοδειών. Νομίζεις ότι η μουσική είναι απλώς να γράφεις τραγούδια και να δίνεις συναυλίες, αλλά το μισό είναι αεροδρόμια, χαλασμένα καλώδια και παράξενες τροφές. Όταν μάθεις να το αγκαλιάζεις, τότε αρχίζεις να διασκεδάζεις πραγματικά.
Πόσο σημαντικά είναι τα remixes για τους Seadrake και πώς επιλέγετε τους συνεργάτες σας;
Mathias: Μεγάλωσα στα ’80s, όταν τα remixes άρχισαν να γίνονται μεγάλη υπόθεση. Σίγουρα είχαν κι έναν προωθητικό χαρακτήρα, αλλά ήταν και ένας διασκεδαστικός τρόπος να δείξεις μια διαφορετική πλευρά ενός τραγουδιού. Πάντα μου άρεσε αυτή η ποικιλία, και κάποιες φορές το remix ήταν ακόμη καλύτερο από το original. Αυτή η αγάπη για τα remixes έχει μείνει μαζί μου, και γι’ αυτό θέλουμε να δίνουμε στους fans διαφορετικές εκδοχές των κομματιών μας. Τις επιλογές τις κάνουμε πάντα μαζί με τον Rickard, βασισμένοι σε ό,τι μας ελκύει μουσικά.
Rickard: Ένα remix είναι σαν να δίνεις το τραγούδι σου σε έναν φίλο και να του λες: «Σπάστο, γύρνα το ανάποδα, κάν’ το δικό σου». Ένα καλό remix μπορεί να μετατρέψει μια μελαγχολική μπαλάντα σε club banger – ή και το αντίστροφο. Συνήθως επιλέγουμε καλλιτέχνες που θαυμάζουμε, ανθρώπους που μπορούν να μας εκπλήξουν. Αν ένα remix ακούγεται σαν το original με λίγο διαφορετικά drums, δεν μας ενδιαφέρει. Θέλουμε να φέρνει νέα προσωπικότητα στο τραγούδι.
Πόσο σημαντική είναι για εσάς η φυσική μορφή των κυκλοφοριών σας;
Mathias: Από την εποχή της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, πάντα ένιωθα κάτι ιδιαίτερο στο να κρατάς στα χέρια σου μια ειδική έκδοση ενός άλμπουμ, ίσως με bonus tracks ή ένα επιπλέον DVD. Με τις limited εκδόσεις μας θέλουμε να δώσουμε στους ανθρώπους αυτήν την ίδια ξεχωριστή αίσθηση — και φυσικά, να τους ανταμείψουμε που αγοράζουν τη μουσική μας.
Rickard: Οι φυσικές κυκλοφορίες είναι τεράστιας σημασίας – τουλάχιστον για μένα. Ο Mathias κι εγώ μεγαλώσαμε αποταμιεύοντας για να αγοράσουμε δίσκους, διαβάζοντας τα credits, μελετώντας το artwork. Θέλουμε να κρατήσουμε αυτήν την κουλτούρα ζωντανή. Το streaming είναι βολικό, αλλά και αναλώσιμο. Μια φυσική έκδοση είναι δέσμευση — και σύνδεση. Μας έχουν πει fans ότι κορνίζαραν τα εξώφυλλά μας· αυτή η σχέση δεν υπάρχει στο streaming.
Τον Νοέμβριο θα εμφανιστείτε στην Αθήνα μαζί με τους Solar Fake. Τι να περιμένουν οι fans;
Mathias: Αυτή τη στιγμή, ο Rickard βάζει τις τελευταίες πινελιές σε δύο νέα κομμάτια, και ελπίζουμε να τα παρουσιάσουμε για πρώτη φορά στην Αθήνα. Ο Sir Boyfriend θα είναι επίσης μαζί μας στη σκηνή. Κρατήστε τα δάχτυλα σταυρωμένα να πάνε όλα καλά!
Rickard: Νομίζω θα είναι μια εμπειρία ολόκληρου του σώματος — δυνατά synths, ιδρωμένη ενέργεια, και ίσως μερικά λάθη. Είμαστε άνθρωποι, άλλωστε. Ίσως και κάποιο χαλασμένο μηχάνημα στο τέλος της βραδιάς· τότε ξέρεις ότι ήταν καλό show.
Πώς βλέπετε τη σύνδεση ανάμεσα στους Seadrake και τους Solar Fake;
Mathias: Είμαστε πραγματικά ευγνώμονες στους Solar Fake και τη διοίκησή τους που μας έδωσαν την ευκαιρία να τους συνοδεύσουμε δύο φορές στις περιοδείες τους. Οι fans των Solar Fake είναι εξαιρετικά πιστοί και μας έχουν αγκαλιάσει με πολλή αγάπη. Επιπλέον, με τον André Feller (των Solar Fake) συμμετέχουμε μαζί και στο industrial συγκρότημα Crushing State, κάτι που μας συνδέει ακόμη περισσότερο. Αυτή η φιλία και η συνεργασία μεταφέρεται φυσικά και στον ενθουσιασμό των fans.
Rickard: Και οι δύο μπάντες τρέφονται από το δράμα – με την καλή έννοια. Οι fans μας αγαπούν τη μουσική που είναι έντονη, συναισθηματική, ίσως και κάπως καθαρτική. Και αγαπούν τον χορό – ακόμη κι εκείνοι οι goth τύποι που προσποιούνται πως δεν το κάνουν. Τους έχουμε δει! Αυτή θα είναι η πρώτη εμφάνιση των Seadrake στην Αθήνα, αλλά εγώ έχω παίξει εκεί με τους Lowe και ο Sir Boyfriend έχει εμφανιστεί επίσης solo. Το ελληνικό κοινό έχει μια φωτιά — δεν ακούει απλώς τη μουσική, τη νιώθει και τη ζει. Ανυπομονούμε να φέρουμε τους Seadrake μέσα σε αυτήν την ενέργεια.
0 Comments